Diclib.com
Διαδικτυακό λεξικό
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي
Κλείσιμο
Κλείσιμο
Λεξικά
Γαλλο-ρωσικό λεξικό
lèchement
Αναζήτηση
lèchement
- translation to
Εμφάνιση πρόσθετων πληροφοριών για αυτήν τη λέξη...
lèche
{f} {разг.}
1) тонкий ломтик (
съестного
)
lèche de saumon — ломтик лососины
2) подхалимаж, подхалимство
faire de la lèche à qn — подхалимничать; льстить кому-либо
lèche
{f} faire de la lèche - подхалимничать (перед + I); лизать пятки (+ D);
quelle lèche! - ну и подхалимаж!;
тонкий ломтик
lèche-carreaux
{
m invar
};
см.
lèche-vitrines
Εμφάνιση περισσότερων...
Παραδείγματα προφοράς από
www.voicecup.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Searching
Παραδείγματα από
www.pressmon.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Επικοινωνήστε μαζί μας
INTERFACE LANGUAGE
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي